Definify.com
Definition 2024
Ισλανδέζα
Ισλανδέζα
Greek
Alternative forms
- Ισλανδή f (Islandí)
Noun
Ισλανδέζα • (Islandéza) f (plural Ισλανδέζες, masculine Ισλανδός)
Declension
declension of Ισλανδέζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ισλανδέζα | Ισλανδέζες |
genitive | Ισλανδέζας | Ισλανδέζων |
accusative | Ισλανδέζα | Ισλανδέζες |
vocative | Ισλανδέζα | Ισλανδέζες |
Related terms
- see: Ισλανδία f (Islandía, “Iceland”)