Definify.com
Definition 2024
Λιβεριανή
Λιβεριανή
Greek
Noun
Λιβεριανή • (Liverianí) f (plural Λιβεριανές, masculine Λιβεριανός)
Declension
declension of Λιβεριανή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Λιβεριανή | Λιβεριανές |
genitive | Λιβεριανής | Λιβεριανών |
accusative | Λιβεριανή | Λιβεριανές |
vocative | Λιβεριανή | Λιβεριανές |
Related terms
- see: Λιβερία f (Livería, “Liberia”)