Definify.com
Definition 2024
Ολλανδέζος
Ολλανδέζος
Greek
Noun
Ολλανδέζος • (Ollandézos) m (plural Ολλανδέζοι, feminine Ολλανδέζα)
Declension
declension of Ολλανδέζος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ολλανδέζος | Ολλανδέζοι |
genitive | Ολλανδέζου | Ολλανδέζων |
accusative | Ολλανδέζο | Ολλανδέζους |
vocative | Ολλανδέζε | Ολλανδέζοι |
Synonyms
- Ολλανδός m (Ollandós)
Related terms
- see: Ολλανδία f (Ollandía, “the Netherlands”)