Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
Πράσινου_Ακρωτηρίου
Πράσινου Ακρωτηρίου
Greek
Noun
Πράσινου Ακρωτηρίου
•
(
Prásinou Akrotiríou
)
n
Genitive
singular
form of
Πράσινο Ακρωτήριο
(
Prásino Akrotírio
)
.
Similar Results