Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Σεπτεμβρίου
Σεπτεμβρίου
Greek
Noun
Σεπτεμβρίου
•
(
Septemvríou
)
m
Genitive
singular
form of
Σεπτέμβριος
(
Septémvrios
)
.
Similar Results