Definify.com

Definition 2024


Σπανιόλος

Σπανιόλος

Greek

Noun

Σπανιόλος (Spaniólos) m (plural Σπανιόλοι, feminine Σπανιόλα)

  1. (colloquial) Alternative form of Ισπανός (Ispanós)

Declension