Definify.com
Definition 2024
Σπανιόλος
Σπανιόλος
Greek
Noun
Σπανιόλος • (Spaniólos) m (plural Σπανιόλοι, feminine Σπανιόλα)
- (colloquial) Alternative form of Ισπανός (Ispanós)
Declension
declension of Σπανιόλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Σπανιόλος | Σπανιόλοι |
genitive | Σπανιόλου | Σπανιόλων |
accusative | Σπανιόλο | Σπανιόλους |
vocative | Σπανιόλε | Σπανιόλοι |