Definify.com

Definition 2024


άδεια_οδηγήσεως

άδεια οδηγήσεως

Greek

Noun

άδεια οδηγήσεως (ádeia odigíseos) f (plural άδειες οδηγήσεως)

  1. Alternative form of άδεια οδήγησης (ádeia odígisis)

Declension

see: άδεια (ádeia) and οδήγηση (odígisi)