Definify.com
Definition 2025
άμμος
άμμος
See also: ἄμμος
Greek
Noun
άμμος • (ámmos) f (plural άμμοι) (occasionally masculine)
- sand (material found on beaches)
- τα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα φτυαράκια τους
- the children played in the sand with their shovels
- τα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα φτυαράκια τους
- beach (especially a sandy one)
Declension
declension of άμμος
Derived terms
- αμμουδιά f (ammoudiá, “beach, area of sand”)
- αμμότοπος m (ammótopos, “region of sand, place with sandy soil”)
- κινούμενη άμμος f (kinoúmeni ámmos, “quicksand”)
Synonyms
- see: παραλία f (paralía, “beach”)