Definify.com

Definition 2024


άνεργους

άνεργους

See also: ανέργους

Greek

Adjective

άνεργους (ánergous)

  1. Accusative masculine plural form of άνεργος (ánergos).

Noun

άνεργους (ánergous) m

  1. Accusative form of άνεργοι (ánergoi).