Definify.com

Definition 2024


άπαξ

άπαξ

See also: ἅπαξ

Greek

Adverb

άπαξ (ápax)

  1. once
    θα το πω άπαξ και δεν θα το επαναλάβω.tha to po ápax kai den tha to epanalávo. ― I will say this only once and will not repeat it.