Definify.com
Definition 2024
άρμα_μάχης
άρμα μάχης
Greek
Noun
άρμα μάχης • (árma máchis) n (plural άρματα μάχης)
Declension
- see: άρμα (árma)
Synonyms
- τανκ n (tank)
- τεθωρακισμένο n (tethorakisméno)
External links
- άρμα μάχης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el