Definify.com
Definition 2024
έμφαση
έμφαση
Greek
Noun
έμφαση • (émfasi) f (plural εμφάσεις)
Declension
declension of έμφαση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | έμφαση | εμφάσεις | |
genitive | έμφασης / εμφάσεως | εμφάσεων | |
accusative | έμφαση | εμφάσεις | |
vocative | έμφαση | εμφάσεις | |
This word is uncountable according to some sources[1]. |
See also
- υπογραμμίζω (ypogrammízo, “to emphasise”)
- κατηγορηματικός (katigorimatikós, “emphatic”)
- κατηγορηματικά (katigorimatiká, “emphatically”)
References
- ↑ Babiniotis, Georgios (2008) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary], 3rd edition, Athens: Lexicology Centre