Definify.com
Definition 2024
ένταση
ένταση
Greek
Noun
ένταση • (éntasi) f (plural εντάσεις)
Declension
declension of ένταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ένταση | εντάσεις |
genitive | έντασης / εντάσεως | εντάσεων |
accusative | ένταση | εντάσεις |
vocative | ένταση | εντάσεις |