Definify.com
Definition 2024
ένωση
ένωση
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa): ἕνωσις (ἕnosis)
Noun
ένωση • (énosi) f (plural ενώσεις)
- union, fusion, association
- Ευρωπαϊκή Ένωση ― Evropaïkí Énosi ― European Union
- (chemistry) combination, compound
- sexual union
Declension
declension of ένωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ένωση | ενώσεις |
genitive | ένωσης / ενώσεως | ενώσεων |
accusative | ένωση | ενώσεις |
vocative | ένωση | ενώσεις |
Derived terms
- οργανική ένωση f (organikí énosi, “organic compound”)
- Ευρωπαϊκή Ένωση f (Evropaïkí Énosi, “European Union”)
Related terms
- επανένωση f (epanénosi, “reunion, reunification”)