Definify.com
Definition 2024
αίσθηση
αίσθηση
Greek
Noun
αίσθηση • (aísthisi) f (plural αισθήσεις)
- sensation, sense
- πέντε αισθήσεις (five senses)
- perception
- feeling
- impression
- notion
Declension
declension of αίσθηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αίσθηση | αισθήσεις |
genitive | αίσθησης / αισθήσεως | αισθήσεων |
accusative | αίσθηση | αισθήσεις |
vocative | αίσθηση | αισθήσεις |
Related terms
- αισθησιακός (aisthisiakós, “sensual, sensuous”)
- αισθησιασμός m (aisthisiasmós, “sensuality”)
- αισθητήριο n (aisthitírio, “sense organ, intuition”)
- αισθητήριος (aisthitírios, “sensory”)
- and see: αισθάνομαι (aisthánomai, “to feel, to sense”)