Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
αββαείο
αββαείο
Greek
Noun
αββαείο
•
(
avvaeío
)
n
(
plural
αββαεία
)
Alternative spelling of
αβαείο
(
avaeío
)
Declension
declension of
αββαείο
singular
plural
nominative
αββαείο
αββαεία
genitive
αββαείου
αββαείων
accusative
αββαείο
αββαεία
vocative
αββαείο
αββαεία
Similar Results