Definify.com
Definition 2025
αγιοποίηση
αγιοποίηση
Greek
Noun
αγιοποίηση • (agiopoíisi) f (plural αγιοποιήσεις)
- (religion): canonisation (UK), canonization (US)
Declension
declension of αγιοποίηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγιοποίηση | αγιοποιήσεις |
| genitive | αγιοποίησης / αγιοποιήσεως | αγιοποιήσεων |
| accusative | αγιοποίηση | αγιοποιήσεις |
| vocative | αγιοποίηση | αγιοποιήσεις |
Related terms
- see: αγιοποιώ (agiopoió, “to canonise”)