Definify.com
Definition 2024
αγκίστρι
αγκίστρι
Greek
Noun
αγκίστρι • (ankístri) n (plural αγκίστρια)
- fishhook, fishing hook, hook
- (figuratively) bait
Declension
declension of αγκίστρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκίστρι | αγκίστρια |
genitive | αγκιστριού | αγκιστριών |
accusative | αγκίστρι | αγκίστρια |
vocative | αγκίστρι | αγκίστρια |
Related terms
- see: άγκιστρο n (ánkistro, “hook”)
See also
- γάντζος m (gántzos, “hook”)