Definify.com
Definition 2024
αγκομαχητό
αγκομαχητό
Greek
Noun
αγκομαχητό • (ankomachitó) n (plural αγκομαχητά)
Declension
declension of αγκομαχητό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκομαχητό | αγκομαχητά |
genitive | αγκομαχητού | αγκομαχητών |
accusative | αγκομαχητό | αγκομαχητά |
vocative | αγκομαχητό | αγκομαχητά |
Related terms
- αγκομαχάω (ankomacháo, “pant, splutter”)