Definify.com

Definition 2024


αγνωστικίστρια

αγνωστικίστρια

Greek

Noun

αγνωστικίστρια (agnostikístria) f (plural αγνωστικίστριες, masculine αγνωστικιστής or αγνωστικός)

  1. agnostic

Declension

Related terms

see: αγνωστικός m (agnostikós, agnostic)