Definify.com
Definition 2025
αγνωστικίστρια
αγνωστικίστρια
Greek
Noun
αγνωστικίστρια • (agnostikístria) f (plural αγνωστικίστριες, masculine αγνωστικιστής or αγνωστικός)
Declension
declension of αγνωστικίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγνωστικίστρια | αγνωστικίστριες | 
| genitive | αγνωστικίστριας | αγνωστικιστριών | 
| accusative | αγνωστικίστρια | αγνωστικίστριες | 
| vocative | αγνωστικίστρια | αγνωστικίστριες | 
Related terms
- see: αγνωστικός m (agnostikós, “agnostic”)