Definify.com
Definition 2024
αγοροπωλησία
αγοροπωλησία
Greek
Noun
αγοροπωλησία • (agoropolisía) f (plural αγοροπωλησίες)
- Alternative form of αγοραπωλησία (agorapolisía)
Declension
declension of αγοροπωλησία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγοροπωλησία | αγοροπωλησίες |
genitive | αγοροπωλησίας | αγοροπωλησιών |
accusative | αγοροπωλησία | αγοροπωλησίες |
vocative | αγοροπωλησία | αγοροπωλησίες |