Definify.com
Definition 2025
αγοροπωλησία
αγοροπωλησία
Greek
Noun
αγοροπωλησία • (agoropolisía) f (plural αγοροπωλησίες)
- Alternative form of αγοραπωλησία (agorapolisía)
Declension
declension of αγοροπωλησία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγοροπωλησία | αγοροπωλησίες |
| genitive | αγοροπωλησίας | αγοροπωλησιών |
| accusative | αγοροπωλησία | αγοροπωλησίες |
| vocative | αγοροπωλησία | αγοροπωλησίες |