Definify.com
Definition 2025
αγριοδαμάσκηνο
αγριοδαμάσκηνο
Greek
Noun
αγριοδαμάσκηνο • (agriodamáskino) n (plural αγριοδαμάσκηνα)
Declension
declension of αγριοδαμάσκηνο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγριοδαμάσκηνο | αγριοδαμάσκηνα |
| genitive | αγριοδαμάσκηνου | αγριοδαμάσκηνων |
| accusative | αγριοδαμάσκηνο | αγριοδαμάσκηνα |
| vocative | αγριοδαμάσκηνο | αγριοδαμάσκηνα |