Definify.com
Definition 2025
αγριότητα
αγριότητα
Greek
Noun
αγριότητα • (agriótita) f (plural αγριότητες)
Declension
declension of αγριότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγριότητα | αγριότητες | 
| genitive | αγριότητας | αγριοτήτων | 
| accusative | αγριότητα | αγριότητες | 
| vocative | αγριότητα | αγριότητες | 
Synonyms
- (ferocity): αγριάδα f (agriáda)
 
Related terms
- see: άγριος (ágrios, “wild, fierce”)