Definify.com
Definition 2025
αγρότισσα
αγρότισσα
Greek
Noun
αγρότισσα • (agrótissa) f (plural αγρότισσες, masculine αγρότης)
Declension
declension of αγρότισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγρότισσα | αγρότισσες |
genitive | αγρότισσας | αγροτισσών |
accusative | αγρότισσα | αγρότισσες |
vocative | αγρότισσα | αγρότισσες |
Related terms
- αγροτιά f pl (agrotiá, “peasantry, farmers”)
- and see: αγρός m (agrós, “field”)