Definify.com
Definition 2024
αγχολυτικό
αγχολυτικό
Greek
Noun
αγχολυτικό • (ancholytikó) n (plural αγχολυτικά)
Declension
declension of αγχολυτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγχολυτικό | αγχολυτικά |
genitive | αγχολυτικού | αγχολυτικών |
accusative | αγχολυτικό | αγχολυτικά |
vocative | αγχολυτικό | αγχολυτικά |
Related terms
- see: άγχος (ánchos, “anxiety, stress”)