Definify.com

Definition 2024


αδιαθεσία

αδιαθεσία

Greek

Noun

αδιαθεσία (adiathesía) f (plural αδιαθεσίες)

  1. indisposition, malaise

Declension

Related terms

see: αδιαθετώ (adiathetó, to be unwell)