Definify.com
Definition 2025
αθλητικογράφος
αθλητικογράφος
Greek
Noun
αθλητικογράφος • (athlitikográfos) m, f (plural αθλητικογράφοι)
Declension
declension of αθλητικογράφος
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αθλητικογράφος | αθλητικογράφοι |
| genitive | αθλητικογράφου | αθλητικογράφων |
| accusative | αθλητικογράφο | αθλητικογράφους |
| vocative | αθλητικογράφε | αθλητικογράφοι |
Related terms
- see: άθλημα n (áthlima, “sport”)