Definify.com
Definition 2025
αιδεσιμότατος
αιδεσιμότατος
Greek
Noun
αιδεσιμότατος • (aidesimótatos) m (plural αιδεσιμότατοι)
Declension
declension of αιδεσιμότατος
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αιδεσιμότατος | αιδεσιμότατοι |
| genitive | αιδεσιμότατου / αιδεσιμοτάτου | αιδεσιμότατων / αιδεσιμοτάτων |
| accusative | αιδεσιμότατο | αιδεσιμότατους / αιδεσιμοτάτους |
| vocative | αιδεσιμότατε | αιδεσιμότατοι |
Related terms
- αιδέσιμος (aidésimos, “reverend”)