Definify.com
Definition 2024
αιολική_ενέργεια
αιολική ενέργεια
Greek
Noun
αιολική ενέργεια • (aiolikí enérgeia) f (uncountable)
Declension
External links
- αιολική ενέργεια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
αιολική ενέργεια • (aiolikí enérgeia) f (uncountable)