Definify.com
Definition 2025
αισθαντικότητα
αισθαντικότητα
Greek
Noun
αισθαντικότητα • (aisthantikótita) f (uncountable)
Declension
declension of αισθαντικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αισθαντικότητα | αισθαντικότητες |
| genitive | αισθαντικότητας | αισθαντικοτήτων |
| accusative | αισθαντικότητα | αισθαντικότητες |
| vocative | αισθαντικότητα | αισθαντικότητες |
Related terms
- see: αισθάνομαι (aisthánomai, “to feel, to sense”)