Definify.com
Definition 2025
αιωροπτερίστρια
αιωροπτερίστρια
Greek
Noun
αιωροπτερίστρια • (aioropterístria) f (plural αιωροπτερίστριες, masculine αιωροπτεριστής)
- hang glider (the pilot)
Declension
declension of αιωροπτερίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αιωροπτερίστρια | αιωροπτερίστριες |
| genitive | αιωροπτερίστριας | αιωροπτεριστριών |
| accusative | αιωροπτερίστρια | αιωροπτερίστριες |
| vocative | αιωροπτερίστρια | αιωροπτερίστριες |
Related terms
- see: αιωρόπτερο n (aioróptero, “hang glider”)
External links
-
Αιωροπτερισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el