Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ακατοίκητους
ακατοίκητους
Greek
Adjective
ακατοίκητους
•
(
akatoíkitous
)
Accusative
masculine
plural
form of
ακατοίκητος
(
akatoíkitos
)
.
Similar Results