Definify.com
Definition 2025
ακροβολιστής
ακροβολιστής
Greek
Noun
ακροβολιστής • (akrovolistís) m (plural ακροβολιστές)
Declension
declension of ακροβολιστής
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ακροβολιστής | ακροβολιστές |
| genitive | ακροβολιστή | ακροβολιστών |
| accusative | ακροβολιστή | ακροβολιστές |
| vocative | ακροβολιστή | ακροβολιστές |
Synonyms
- ακροβολίζομαι (akrovolízomai)
- ακροβολισμός (akrovolismós)
- ακροβολιστί (akrovolistí)