Definify.com
Definition 2024
αλλαντικό
αλλαντικό
Greek
Noun
αλλαντικό • (allantikó) n (plural αλλαντικά)
- charcuterie, processed and cured meats (bacon, chorizo, corned beef, salami, sausage, etc)
Declension
declension of αλλαντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαντικό | αλλαντικά |
genitive | αλλαντικού | αλλαντικών |
accusative | αλλαντικό | αλλαντικά |
vocative | αλλαντικό | αλλαντικά |