Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αλληλεπίδρασης
αλληλεπίδρασης
Greek
Noun
αλληλεπίδρασης
•
(
allilepídrasis
)
f
genitive singular of
αλληλεπίδραση
(
allilepídrasi
)
Similar Results