Definify.com

Definition 2024


αλληλεπιδράσεις

αλληλεπιδράσεις

Greek

Noun

αλληλεπιδράσεις (allilepidráseis) f

  1. nominative plural of αλληλεπίδραση (allilepídrasi)
  2. accusative plural of αλληλεπίδραση (allilepídrasi)
  3. vocative plural of αλληλεπίδραση (allilepídrasi)