Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αμαξιά
αμαξιά
See also:
αμάξια
Greek
Noun
αμαξιά
•
(
amaxiá
)
f
(
plural
αμαξιές
)
carload
,
cartload
,
coachload
μια
αμαξιά
ξύλα
a cartload of wood
Declension
declension of
αμαξιά
singular
plural
nominative
αμαξιά
αμαξιές
genitive
αμαξιάς
αμαξιών
accusative
αμαξιά
αμαξιές
vocative
αμαξιά
αμαξιές
Related terms
see:
άμαξα
f
(
ámaxa
)
Similar Results