Definify.com

Definition 2024


ανάμεσα

ανάμεσα

Greek

Adverb

ανάμεσα (anámesa)

  1. among, amongst
  2. between, among
    Το τοπίο ανάμεσα στα δυο χωριά είναι μαγευτικό.
    To topío anámesa sta dyo choriá eínai mageftikó.
    The countryside between the two villages is spectacular.
  3. compared to
  4. (figuratively) between
    Ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους υπάρχει τώρα ένα χάσμα.
    Anámesa stous dyo palioús fílous ypárchei tóra éna chásma.
    There is now a gap between the two old friends.

Synonyms