Definify.com

Definition 2024


αναβάτρια

αναβάτρια

Greek

Noun

αναβάτρια (anavátria) f (plural αναβάτριες, masculine αναβάτης)

  1. rider, horsewoman
  2. climber
    αναβάτριες των Άλπεων (alpine climbers)

Declension

Synonyms

  • (climber): ορειβάτισσα f (oreivátissa)