Definify.com
Definition 2024
αναγγελία
αναγγελία
Greek
Noun
αναγγελία • (anangelía) f (plural αναγγελίες)
Declension
declension of αναγγελία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγγελία | αναγγελίες |
genitive | αναγγελίας | αναγγελιών |
accusative | αναγγελία | αναγγελίες |
vocative | αναγγελία | αναγγελίες |
Related terms
- see: άγγελος m (ángelos, “angel”)