Definify.com

Definition 2024


αναλυτής

αναλυτής

See also: αναλύτης

Greek

Noun

αναλυτής (analytís) m (plural αναλυτές, feminine αναλύτρια)

  1. analyst (occupation)
    πολιτικός αναλυτήςpolitikós analytís ― political analyst
    αναλυτής συστημάτωνanalytís systimáton ― systems analyst
  2. analyser, analyzer (instrument)
    αναλυτής αμινοξέωνanalytís aminoxéon ― amino acid analyser
    αναλυτής φάσματοςanalytís fásmatos ― spectrum analyser

Declension