Definify.com

Definition 2024


αναμορφωτήριο

αναμορφωτήριο

Greek

Noun

αναμορφωτήριο (anamorfotírio) n (plural αναμορφωτήρια)

  1. reform school, reformatory (US), borstal (UK)

Declension

Related terms

see: αναμορφώνω (anamorfóno, to reform)