Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ανησυχία
ανησυχία
Greek
Noun
ανησυχία
•
(
anisychía
)
f
(
plural
ανησυχίες
)
worry
anxiety
Declension
declension of
ανησυχία
singular
plural
nominative
ανησυχία
ανησυχίες
genitive
ανησυχίας
ανησυχιών
accusative
ανησυχία
ανησυχίες
vocative
ανησυχία
ανησυχίες
Pronunciation
IPA
(key)
:
/anisiˈçia/
Hyphenation:
α‧νη‧συ‧χί‧α
Similar Results