Definify.com
Definition 2025
αντάλλαγμα
αντάλλαγμα
Greek
Noun
αντάλλαγμα • (antállagma) n (plural ανταλλάγματα)
Declension
declension of αντάλλαγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντάλλαγμα | ανταλλάγματα |
genitive | ανταλλάγματος | ανταλλαγμάτων |
accusative | αντάλλαγμα | ανταλλάγματα |
vocative | αντάλλαγμα | ανταλλάγματα |
Related terms
- see: ανταλλάσσω (antallásso, “to exchange”)