Definify.com
Definition 2025
αντάρτης
αντάρτης
Greek
Noun
αντάρτης • (antártis) m (plural αντάρτες, feminine αντάρτισσα)
Declension
declension of αντάρτης
Related terms
- αντάρτικο n (antártiko, “guerilla warfare/army”)
See also
- (ape): γορίλας m (gorílas, “gorilla”)