Definify.com
Definition 2025
αντίρρηση
αντίρρηση
Greek
Noun
αντίρρηση • (antírrisi) f (plural αντιρρήσεις)
Declension
declension of αντίρρηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αντίρρηση | αντιρρήσεις |
| genitive | αντίρρησης / αντιρρήσεως | αντιρρήσεων |
| accusative | αντίρρηση | αντιρρήσεις |
| vocative | αντίρρηση | αντιρρήσεις |
Related terms
- ρήση f (rísi, “saying”)