Definify.com
Definition 2024
αντίσταση
αντίσταση
Greek
Noun
αντίσταση • (antístasi) f (plural αντιστάσεις)
- resistance
- (physics, electricity) resistance
- (capitalised) the Resistance
Declension
declension of αντίσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίσταση | αντιστάσεις |
genitive | αντίστασης / αντιστάσεως | αντιστάσεων |
accusative | αντίσταση | αντιστάσεις |
vocative | αντίσταση | αντιστάσεις |
External links
- αντίσταση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el