Definify.com
Definition 2025
ανταλλάσσομαι
ανταλλάσσομαι
Greek
Verb
ανταλλάσσομαι • (antallássomai) (simple past ανταλλάχτηκα or ανταλλάχθηκα, active form ανταλλάζω, passive)
- passive of ανταλλάζω (antallázo)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.