Definify.com

Definition 2024


ανταποκριτής

ανταποκριτής

Greek

Noun

ανταποκριτής (antapokritís) m (plural ανταποκριτές, feminine ανταποκρίτρια)

  1. (journalism) correspondent
    πολεμικός ανταποκριτήςpolemikós antapokritís ― war correspondent

Declension

See also