Definify.com

Definition 2025


αντισυνταγματάρχη

αντισυνταγματάρχη

Greek

Noun

αντισυνταγματάρχη (antisyntagmatárchi) m, f

  1. Genitive, accusative and vocative singular form of αντισυνταγματάρχης (antisyntagmatárchis).